Η πώληση του ΟΠΑΠ και η μάχη των μνηστήρων

Από το 2010 και μετά οπότε και η χώρα μπήκε σε δημοσιονομική επιτήρηση, οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων έχουν προβληθεί ως ένας τρόπος να εισρεύσουν κάποια χρήματα στο δημόσιο ταμείο, καθώς και να δοθεί μια νέα ώθηση στην οικονομία της χώρας, μιας και οι ιδιώτες θα προχωρούσαν σε επενδύσεις. Μια από τις πλέον πολυσυζητημένες ιδιωτικοποιήσεις είναι αυτή του ΟΠΑΠ.
Ο ΟΠΑΠ δεν είναι μια τυπική κρατική επιχείρηση. Δεν είναι ένα αναξιοποίητο ακίνητο, ούτε μια επιχείρηση, η οποία μπορούμε να πούμε ότι υποαποδίδει κάτω από τη διοίκηση του κράτους, όπως η ΔΕΗ ή ο ΟΤΕ, και η ιδιωτική πρωτοβουλία με το άνοιγμα της αγοράς θα την απογειώσει και θα προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες. Ο ΟΠΑΠ, μαζί με τα κρατικά λαχεία, αποτελούν κρατικά μονοπώλια, που δεν έχουν σα σκοπό την εξυπηρέτηση μιας ανάγκης των πολιτών, αλλά την εκμετάλλευση ενός πάθους τους. Το κράτος αναγνωρίζει ότι ο τζόγος αποτελεί ένα πάθος, στο οποίο κάποιοι πολίτες θα ενδώσουν ανεξαρτήτως συνθηκών ή απαγορεύσεων και αποφασίζει να διατηρήσει το μονοπώλιο του τζόγου (καζίνο, λαχεία, ΟΠΑΠ), έτσι ώστε αυτός να είναι οργανωμένος, αξιόπιστος και να του αποφέρει κέρδη. Πολλές φορές μάλιστα τα κέρδη αυτά έχουν συγκεκριμένους σκοπούς. Ο ΟΠΑΠ έχει σκοπό να προωθεί τον αθλητισμό και τον πολιτισμό, ενώ τα κέρδη των κρατικών λαχείων προορίζονται για την ενίσχυση των προνοιακών ιδρυμάτων.
Τι συμβαίνει όμως με τον ΟΠΑΠ; Ο ΟΠΑΠ λοιπόν είναι μια επιχείρηση, η οποία όχι άδικα αποτελεί την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά. Έχει σταθερά υψηλά κέρδη, προσφέρει σημαντικά ποσά σε νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα για την αγορά εξοπλισμού και αποτελεί μόνιμο χορηγό αθλητικών ομάδων και διοργανώσεων. Αποτελεί με λίγα λόγια ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του κράτους στην άσκηση πολιτικής, αποφέροντας παράλληλα και μεγάλα κέρδη. Η κακοδιαχείρηση, δυστυχώς και η διαφθορά είναι κυρίαρχα στοιχεία στη λειτουργία του οργανισμού. Οι χορηγίες κατανέμονται με τελείως αδιαφανή κριτήρια, κυρίως σε συλλόγους της εκλογικής περιφέρειας του υφυπουργού αθλητισμού, ενώ οι συμβάσεις με τους προμηθευτές του είναι πολύ επικερδής για αυτούς και προκλητικά ζημιογόνες για τον οργανισμό. Όλα αυτά βέβαια συγκαλύπτονται μπροστά στη μεγάλη κερδοφορία του οργανισμού. Γενικά όταν ρέει το χρήμα, πολλά πράγματα προσπερνιούνται ευκολότερα.
Η απόφαση για την πώληση του οργανισμού δεν έχει κανένα λογικό έρεισμα. Μια ματιά στα ετήσια αποτελέσματα του οργανισμού του έτους 2011 μας πείθει. Τα κέρδη της εταιρείας για το 2011 ήταν €702.057.000 προ φόρων. Το ποσό που αντιστοιχεί ανά μετοχή είναι €1,70. Η τιμή της μετοχής στο τέλος του 2012 ήταν γύρω στα €5, στις αρχές του 2013 ανέβηκε στα €6,5. Αυτό σημαίνει ότι ένας επενδυτής σε τρία με τέσσερα χρόνια έχει βγάλει τα λεφτά του. Η δε απόδοση της επένδυσης ακόμα και με τιμή πώλησης €6,5 είναι 1,7/6,5 = 26%. Καθόλου άσχημα.
Τα κέρδη του οργανισμού αναμένεται να αυξηθούν κατακόρυφα κάτω από τη διοίκηση ενός ιδιώτη. Οι μισθοί του προσωπικού αναμένεται να μειωθούν. Οι έξτρα παροχές ύψους €20.000.000 σίγουρα θα τερματιστούν. Το πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης, το οποίο το 2010 έφτασε τα €18.629.000 σίγουρα θα περιοριστεί στο ελάχιστο. Οι χρυσοφόρες συμβάσεις με τους προμηθευτές είναι αμφίβολο αν θα συνεχιστούν ως έχουν. Ρεαλιστικά ένας ιδιώτης μπορεί να προσβλέπει σε μια αύξηση κερδών τουλάχιστον 25-30%, η οποία θα είναι σε βάρος των εργαζομένων και των κοινωνικών φορέων που θα πάψουν να επωφελούνται από τα προγράμματα του οργανισμού καθώς και των προμηθευτών του οργανισμού βεβαίως.
Μια πώληση του οργανισμού θα αποτελούσε σίγουρα οικονομικό σκάνδαλο. Τι σκαρφίστηκε λοιπόν η κυβέρνηση για να απαλύνει τις εντυπώσεις; Ανακοίνωσε ότι τα κέρδη του οργανισμού θα φορολογούνται πλέον με συντελεστή 30%, πολύ υψηλότερο από τις άλλες Α.Ε. Έτσι λοιπόν θα κρατούνταν και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Και τα κέρδη του οργανισμού θα αυξανόταν κάτω από ιδιωτικό management και το κράτος θα συνέχιζε να καρπώνεται αυξημένα οικονομικά οφέλη. Αυτή η επιχειρηματολογία υιοθετήθηκε από μεγάλα ΜΜΕ και σε πρώτη φάση κλόνισε την τιμή της μετοχής, η οποία υποχώρησε 18% σε μια μέρα. Η αύξηση της φορολογίας αναφέρθηκε σε πολλά μέσα ότι θα αποθάρρυνε τους επενδυτές από το να καταθέσουν προσφορά.
Όταν έφτασε η ώρα των προσφορών, το Νοέμβριο του 2012, προσήλθαν 7 υποψήφια σχήματα. Από το Νοέμβριο έως σήμερα παρατηρείται μια στασιμότητα. Χρειάζονται τόσοι μήνες για να πουληθούν κάποιες μετοχές; Είναι τόσα πολλά τα γραφειοκρατικά εμπόδια;
Δυστυχώς δεν είναι η γραφειοκρατία το πρόβλημα. Η φορολόγηση των κερδών δεν μπορεί από μόνη της να εξασφαλίσει κέρδη στο δημόσιο. Για να υπάρχουν έσοδα από τη φορολογία των κερδών θα πρέπει να υπάρχουν κέρδη. Μπορεί όμως ο ΟΠΑΠ να καταστεί ζημιογόνος; Όλα γίνονται είναι η απάντηση. Το μόνο που χρειάζεται είναι καλή θέληση και λίγη δημιουργική λογιστική.
Το βέλτιστο θα είναι να αποκτήσει στρατηγικό ποσοστό στον οργανισμό κάποιος δυνητικός προμηθευτής του. Αυτόματα οι συμβάσεις των εταιρειών του με τον οργανισμό θα γίνουν ακόμα πιο λεόντειες. Τα κέρδη του ΟΠΑΠ θα μεταφέρονται στις εταιρείες – προμηθευτές του, οι οποίες θα φορολογούνται με μικρότερο συντελεστή ή ακόμα καλύτερα θα έχουν την έδρα τους στο Λουξεμβούργο, απολαμβάνοντας πολύ μικρή φορολογία και αποφέροντας μηδενικά έσοδα στο δημόσιο.
Που κολλάει η δουλειά λοιπόν; Προσπαθεί το δημόσιο να διασφαλίσει ότι οι επενδυτές δε θα φοροαποφεύγουν; Δύσκολο να το πιστέψει κάνεις. Το πιο πιθανό είναι να προσπαθήσουν να τα βρουν μεταξύ τους οι υποψήφιοι επενδυτές στη μοιρασιά των κερδών. Αυτοί είναι που ωθούν τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης του οργανισμού. Αν δε μπορέσουν να διαπραγματευτούν τη θέση τους στη νέα εποχή η ιδιωτικοποίηση θα κολλήσει. Όταν τα βρουν μεταξύ τους θα ολοκληρωθεί και η διαδικασία.
Trackbacks & Pingbacks