Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η κατάρρευση της τράπεζας της Γλασκόβης και το τέλος της απεριόριστης ευθύνης στον τραπεζικό κλάδο.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης ο τραπεζικός κλάδος δοκιμάστηκε σκληρά και επιβίωσε μόνο χάρη στη γενναία στήριξη που του παρασχέθηκε από τις κεντρικές τράπεζες, όσο αφορά τη ρευστότητα και από τις κυβερνήσεις όσο αφορά την κεφαλαιακή τους βάση. Τα ρίσκα που είχαν πάρει οι τράπεζες ήταν τεράστια, επενδύοντας σε πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα με χρήματα των καταθετών. Η μόχλευσή τους σε μερικές περιπτώσεις έφτανε στο 50:1[1], πράγμα που σημαίνει ότι μια μόλις 2% πτώση της αξίας του ενεργητικού τους μπορούσε να εξαλείψει τα ιδία κεφάλαιά τους και να κάνει επιτακτική την ανάγκη μιας ανακεφαλαιοποίησης.

Οι μέτοχοι μιας τράπεζας έχουν κάθε λόγο να πιέζουν προς την κατεύθυνση της ανάληψης όλο και μεγαλύτερων ρίσκων από την πλευρά της διοίκησης, μιας και έτσι προσβλέπουν σε μεγαλύτερα κέρδη. Η διοίκηση δεν έχει λόγο να ανθίσταται, μιας και η επίτευξη μεγάλων κερδών ισοδυναμεί με μεγαλύτερες ανταμοιβές για τα στελέχη της τράπεζας, ενώ στην περίπτωση ζημιών, το λογαριασμό θα κληθούν να πληρώσουν οι ομολογιούχοι, οι καταθέτες ή οι φορολογούμενοι … Τα κέρδη δικά τους και οι ζημιές δικές μας με άλλα λόγια. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι …

Η περιορισμένη ευθύνη για τους μετόχους μιας επιχείρησης είναι μια σχετικά καινούρια έννοια. Πρωτοεμφανίστηκε στο αγγλικό δίκαιο από τον 15ο αιώνα  με εφαρμογή σε κάποιες μοναστικές κοινότητες και εμπορικές συντεχνίες, ενώ από τον 17ο αιώνα το συγκεκριμένο προνόμιο δόθηκε σε βασιλικά μονοπώλια, όπως αυτό της εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Η ευρεία χρήση της περιορισμένης ευθύνης ξεκίνησε με το Limited Liability Act του 1855.

Η περιορισμένη ευθύνη αντιμετωπίστηκε αρχικά με καχυποψία από το ευρύ κοινό. Οι ασφαλιστικές εταιρείες είχαν εξαιρεθεί εξ’ αρχής από το νόμο και οι τράπεζες κράτησαν την περιορισμένη ευθύνη περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο (για επιχειρήσεις ανάλογου μεγέθους) ως ένα μέσο καθησυχασμού των καταθετών. Μεγάλες ομάδες του πληθυσμού δε θα εμπιστευόταν ποτέ τα χρήματά τους σε μια τράπεζα γνωρίζοντας ότι αν κάτι πάει στραβά θα βρεθούν ξεκρέμαστοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1860 δεν υπήρχε ασφάλιση καταθέσεων, η τράπεζα της Αγγλίας απλώς διαχειριζόταν το δημόσιο χρέος της χώρας και δεν υπήρχαν ανακεφαλαιοποιήσεις. Η μόνη εξασφάλιση που είχαν οι καταθέτες ήταν ότι αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, οι μέτοχοι της τράπεζας θα έχαναν ολόκληρη την προσωπική τους περιουσία για να τους αποπληρώσουν.

Στις ΗΠΑ, όπου ψηφίστηκε νόμος περιορισμένης ευθύνης για πρώτη φορά, το 1811 στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, για τις τράπεζες ίσχυε η διπλή ευθύνη (double liability) μέχρι και το 1934. Αυτό σήμαινε ότι σε περίπτωση χρεοκοπίας ο κάθε μέτοχος ευθυνόταν με το διπλάσιο της αρχικής εισφοράς του.

Η απεριόριστη ευθύνη όμως, ακόμη και η διπλή ευθύνη που ίσχυε στις ΗΠΑ δεν ήταν κάτι ευπρόσδεκτο για τους μετόχους των τραπεζών. Γιατί να μη μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα της περιορισμένης ευθύνης για να πάρουν μεγαλύτερα ρίσκα όπως οι επιχειρηματίες σε άλλους τομείς; Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια αφορμή για να μεταπείσουν την κοινή γνώμη στο θέμα της απεριόριστης ευθύνης των μετόχων στον τραπεζικό κλάδο …

Η αφορμή δόθηκε το 1878 με την κατάρρευση της τράπεζας της Γλασκόβης (City of Glasgow Bank – CGB). Εκείνη την εποχή υπήρχαν τριών ειδών τράπεζες στη Βρετανία.

Α) Οι πέντε δημόσιες τράπεζες: Η τράπεζα της Αγγλίας, η τράπεζα της Σκωτίας, Η Royal Bank of Scotland, η  British Linen Bank και η τράπεζα της Ιρλανδίας. Το καταστατικό τους ήταν εγκεκριμένο από το κράτος και απολάμβαναν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα και το καθεστώς της περιορισμένης ευθύνης για τους μετόχους τους. Και οι πέντε είχαν ξεκινήσει ως ημί – κρατικές, αλλά μέχρι το 1870 μόνο η τράπεζα της Αγγλίας είχε μείνει να διαχειρίζεται το κρατικό θησαυροφυλάκιο και να θεωρείται βασικός πυλώνας του τραπεζικού συστήματος.

Β) Οι πολυμετοχικές τράπεζες απεριόριστης ευθύνης, κατηγορία στην οποία ενέπιπτε και η GCB, οι οποίες είχαν προκύψει από τη φιλελευθεροποίηση της νομοθεσίας για τον τραπεζικό κλάδο τη δεκαετία του 1820, η οποία επέτρεπε πλέον τη σύστασή τους χωρίς ειδική άδεια από την κυβέρνηση. Το 1874 υπήρχαν 69 αγγλικές, 8 σκωτσέζικες και 7 ιρλανδέζικες πολυμετοχικές τράπεζες περιορισμένης ευθύνης. Σε αυτές τις τράπεζες ήταν κατατεθημένες στην πλειοψηφία τους οι αποταμιεύσεις στη Βρετανία (σε ποσοστό που έφτανε το 80% στην Αγγλία και το 63,6% στη Σκωτία)

Γ) Οι πολυμετοχικές τράπεζες περιορισμένης ευθύνης. Αυτές οι τράπεζες επωφελήθηκαν νομοθεσίας που είχε περάσει από το 1857 ώς το 1862 και επέτρεπε στις τράπεζες να λειτουργούν με περιορισμένη ευθύνη των μετόχων τους. Μέχρι τα μέσα του 1870 λειτουργούσαν 42 τέτοιες τράπεζες στην Αγγλία, καμία στη Σκωτία και μία στην Ιρλανδία. Ο λόγος της απροθυμίας των τραπεζών να υιοθετήσουν το μοντέλο της περιορισμένης ευθύνης έγκειται στο γεγονός ότι η απεριόριστη ευθύνη ενέπνεε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους καταθέτες. Σε περίπτωση χρεοκοπίας θα μπορούσαν να ανακτήσουν τις καταθέσεις τους από την προσωπική περιουσία των μετόχων.

Πρακτικά η απεριόριστη ευθύνη στις τράπεζες μπορούσε να λειτουργήσει με τρεις τρόπους: α) Οι ευκατάστατοι μέτοχοι θα μεταβίβαζαν σταδιακά τις μετοχές τους, φοβούμενοι μήπως τη χάσουν σε ένα πιθανό στραβοπάτημα της τράπεζας και η ιδιοκτησία της τράπεζας θα περνούσε σε ανθρώπους με πολύ μικρή περιουσία, καθιστώντας την απεριόριστη ευθύνη de facto περιορισμένη. β) Θα επιβαλλόταν είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά κάποιος έλεγχος στη μεταβίβαση μετοχών έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι οι νέοι μέτοχοι θα πληρούν κάποια περιουσιακά κριτήρια, ή εναλλακτικά η ευθύνη των μετόχων θα μπορούσε να επεκτείνεται και σε ένα χρονικό διάστημα μετά τη μεταβίβαση των μετοχών. γ) Ένας πυρήνας αρκετά ευκατάστατων μετόχων, ο οποίος και ουσιαστικά διοικούσε την τράπεζα θα πρόσβλεπε σε παράπλευρα ωφελήματα, ως αντιστάθμισμα για το μεγαλύτερο ρίσκο που αναλάμβανε, θέτοντας στην ουσία τη μεγάλη του περιουσία ως εξασφάλιση των καταθετών. Το αντιστάθμισμα αυτό θα μπορούσε να είναι η δανειοδότησή του με επιτόκιο σημαντικά χαμηλότερο της αγοράς. Η επικρατούσα άποψη για την GCB είναι ότι είχε συμβεί το α).

Η κατάρρευση

Στο τέλος του καλοκαιριού του 1878 η GCB αντιμετώπισε πιέσεις και δεν μπόρεσε να αντλήσει χρηματοδότηση από τις υπόλοιπες τράπεζες. Η διοίκησή της αναγκάστηκε να κλείσει την τράπεζα στις 01.10.1878 και στις 03.10 παρέδωσε τα βιβλία της τράπεζας σε ανεξάρτητους λογιστές για έλεγχο. Οι ανεξάρτητοι ελεγκτές παρέδωσαν το πόρισμά τους στις 18.10. Το πόρισμα κατέληγε ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψει τα ιδία κεφάλαια της τράπεζας (£1.000.000) και τα αποθεματικά των μετόχων (£450.000), το έλλειμα μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας και των υποχρεώσεών της ήταν £5.190.983. Την επόμενη μέρα η διοίκηση της τράπεζας τέθηκε υπό κράτηση. Στη δίκη που ακολούθησε ο διευθυντής της τράπεζας και ένα άλλο στέλεχος βρέθηκαν ένοχοι για παραποίηση στοιχείων και οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας και καταδικάστηκαν σε δεκαοκτάμηνη φυλάκιση. Τρία άλλα στελέχη κρίθηκαν ένοχοι για τη δημοσίευση ισολογισμών, οι οποίοι ήταν εν γνώση τους μη ακριβείς και καταδικάστηκαν σε οκτάμηνη φυλάκιση.

Οι επιπτώσεις της κατάρρευσης μετριάστηκαν από τις πράξεις των υπόλοιπων σκωτσέζικων τραπεζών, οι οποίες συνέχισαν να κάνουν αποδεκτά τα χαρτονομίσματα που είχε εκδώσει η GCB. Επίσης δέχτηκαν να επιτρέψουν στους καταθέτες της GCB (εκτός αυτών που ήταν παράλληλα και μέτοχοι) να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους σε αυτές.

Η ρευστοποίηση της τράπεζας υπήρξε ιδιαίτερα επίπονη για τους 1819 μετόχους της, οι οποίοι κλήθηκαν να καλύψουν τις ζημιές. Η GCB είχε 10.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας £100 έκαστη. Πριν την κατάρρευση η διοίκηση, σε μια προσπάθειά της να στηρίξει τη μετοχή, είχε προβεί στην αγορά 1.535 τεμαχίων. Συνεπώς για την αντιμετώπιση του ελλείματος ήταν απαραίτητες £613 για κάθε μετοχή. Σε πρώτη φάση ζητήθηκαν £500 από κάθε κάτοχο για κάθε μια μετοχή στις αρχές Δεκεμβρίου του 1878. Τα χρήματα έπρεπε να καταβληθούν σε δύο δόσεις, στις 22.12 και στις 24.02.1879. Αυτό οδήγησε στη χρεοκοπία 599 μετόχων. Τον Απρίλιο ζητήθηκαν £2.250 ακόμα από κάθε κάτοχο για κάθε μετοχή. Το έλλειμα είχε πλέον καλυφθεί. Στο τέλος μόνο 254 μέτοχοι παρέμειναν φερέγγυοι.

Μετά την κατάρρευση της GCB, ο Economist υποστήριξη ότι αποδείχθηκε ότι η πλειοψηφία των μετόχων δεν ήταν μεγάλης οικονομικής επιφάνειας. Ο The Scotsman, υπερθεμάτιζε υποστηρίζοντας ότι η απεριόριστη ευθύνη στην πραγματικότητα διώχνει τους ευκατάστατους ανθρώπους από τις τράπεζες, αφήνοντας μόνο μετόχους οι οποίοι στην ουσία δεν έχουν κάτι να χάσουν. Επικράτησε ο φόβος ότι αν δε το είχαν κάνει ήδη, οι πλούσιοι μέτοχοι θα εγκατέλειπαν σιγά σιγά τις τράπεζες. Η υστερία που επικράτησε με χήρες και άγαμες θυγατέρες στις εφημερίδες να καταλήγουν πάμφτωχες λόγω της κατοχής μίας μοναδικής μετοχής της GCB οδήγησε στην ψήφιση του Companies Act του 1879. Αυτή η νομοθεσία επέτρεψε στην πλειοψηφία των τραπεζών να περάσουν στην περιορισμένη ευθύνη αφήνοντας παράλληλα στην άκρη ένα έκτακτο ταμείο με μοναδικό σκοπό την προστασία των καταθετών.

Μέχρι το 1884 μόνο εννιά μικρές αγγλικές τράπεζες είχαν κρατήσει το καθεστώς της απεριόριστης ευθύνης. Υπάρχουν μεταγενέστερες μελέτες[2] που δείχνουν ότι το μετοχολόγιο της GCB δεν ήταν τόσο κακής ποιότητας, όσο το παρουσίαζαν τα μέσα της εποχής και μια προσεκτική ανάλυσή του δε θα δικαιολογούσε τις επιθέσεις που δέχτηκε η απεριόριστη ευθύνη. Αυτά είναι όμως πλέον ψιλά γράμματα και η απεριόριστη ευθύνη στον τραπεζικό κλάδο έχει περάσει στο … χρονοντούλαπο της ιστορίας.

[1] Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Deutsche Bank. (Meet the riskiest bank in the world, Business Insider, 2016)

[2] Acheson & Turner, The death blow to unlimited liability in Victorian Britain: The City of Glasgow failure, Explorations in Economic History 45 (2008) 235-253

No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: