Και η πίτα ολόκληρη … και ο σκύλος χορτάτος

Έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν στο σκανδαλώδες πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, το οποίο διενεργείται από το ΤΑΙΠΕΔ, κατ’ απαίτηση της τρόικας. Το πρόγραμμα δεν είναι σκανδαλώδες ιδεολογικά. Ένας φιλελεύθερος μπορεί με ευκολία να επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός μικρότερου κράτους, το οποίο δε θα δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, αφήνοντας ζωτικό χώρο στον ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσει.
Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι αποκρατικοποιήσεις στην Ελλάδα δε μπορεί να υποστηριχθεί από κανέναν. Η κρατική περιουσία χαρίζεται στην κυριολεξία με τον ΟΠΑΠ να πωλείται κάτω από την αξία του στο Χρηματιστήριο σε μια εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο €1.000, η οποία τυχαίνει να ανήκει σε επιχειρηματία στενό φίλο του πρωθυπουργού. Έχουμε ξανά αναφερθεί στον ΟΠΑΠ, ο οποίος δεν είναι μια επιχείρηση, αλλά στην ουσία μια μηχανή που κόβει λεφτά. Ακόμη και στις ΗΠΑ, το επίκεντρο του καπιταλισμού, κάθε πολιτεία διατηρεί μια επιχείρηση λαχείων (state lottery), η οποία και της αποδίδει κάποια έσοδα. Αυτό δεν απαγορεύει την ύπαρξη ιδιωτικών εταιρειών στοιχηματισμού ή τζόγου, οι οποίες δραστηριοποιούνται παράλληλα. Η ύπαρξη κρατικού μονοπωλίου στον τζόγο δεν είναι απαραίτητα κακή και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό έσοδο ή εργαλείο πολιτικής και πέρα από την Ελλάδα τέτοιο μονοπώλιο υπάρχει σε αρκετές χώρες. Στην Ελλάδα όμως επιλέξαμε όχι να απελευθερώσουμε την αγορά, ανοίγοντας χώρο και για τους ιδιώτες, αλλά αντίθετα να παραχωρήσουμε το μονοπώλιο του τζόγου σε έναν ιδιώτη.
Με το παρόν άρθρο όμως δε θέλουμε να στιγματίσουμε την επιλογή των αποκρατικοποιήσεων, το έχουμε κάνει άλλωστε και στο παρελθόν. Η Ελληνική κυβέρνηση προχωράει στις αποκρατικοποιήσεις χωρίς καν να τις πιστεύει. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να διατηρήσει τις κρατικές επιχειρήσεις, κυρίως γιατί αποτελούν για αυτήν σημαντικό εργαλείο πολιτικής. Ένα εργαλείο μάλιστα που δε θέλουν να απεμπολήσουν, αναγκάζεται όμως να υποχωρήσει μπροστά στις απαιτήσεις της ελληνικής και διεθνής οικονομικής ελίτ, οι οποίες εκφράζονται μέσω της τρόικας.
Στην παρούσα συγκυρία η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί και να αποκρατικοποιήσει και ταυτόχρονα να αποκομίσει τα τελευταία οφέλη από τις υπό εκποίηση κρατικές επιχειρήσεις, κλείνοντας τις τελευταίες επωφελείς για αυτήν και τους ευνοούμενούς της επιχειρηματίες, προκαλώντας εύλογα τις αντιδράσεις των αγοραστών των εν λόγω επιχειρήσεων.
Στο παρά πέντε της πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου του ΟΠΑΠ βλέπουμε να κλείνεται σύμβαση τεχνολογικής υποστήριξης με την Intralot, αξίας άνω των 150 εκατομμυρίων ενώ ταυτόχρονα ο ΟΠΑΠ ρίχνεται και στη σύμβαση παραχώρησης των κρατικών λαχείων υπέρ της ίδιας εταιρείας. Οι υποψήφιοι για τον ΟΠΑΠ ευλόγως θορυβήθηκαν, και ο αγοραστής μάλιστα προσπάθησε να ανατρέψει τη συμφωνία. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ παραλίγο να ναυαγήσει επειδή ο κ. Κόκαλης έπρεπε να εξασφαλίσει μερικές ακόμα δουλειές με τον οργανισμό.
Στα μέσα Ιουνίου, μέρες στην κυριολεξία πριν από την οριστικοποίηση της συμφωνίας για τη ΔΕΣΦΑ η απερχόμενη διοίκηση αποφάσισε να κάνει ένα τελευταίο δώρο στον κ. Παρασκευαΐδη, αναθέτοντας στην J&P-ΑΒΑΞ την κατασκευή δεξαμενής αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η αξία της σύμβασης είναι 98 εκατομμύρια, δηλαδή το ¼ της αξίας πώλησης ολόκληρης της ΔΕΣΦΑ (400 εκατομμύρια). Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι το γεγονός ότι οι Αζέροι της Socar έδιναν πριν από κάτι μήνες 460 εκατομμύρια, ενώ μετά το κλείσιμο της συμφωνίας για την τρίτη δεξαμενή μείωσαν την προσφορά τους κατά 60 εκατομμύρια.
Βλέπουμε λοιπόν μια κυβέρνηση που βλέποντας τις ιδιωτικοποιήσεις να προχωρούν με μισή καρδιά προσπαθεί να κάνει τις τελευταίες της εξυπηρετήσεις προς φίλιους επιχειρηματίες, αποκομώντας προφανώς και η ίδια και τα στελέχη της τα ανάλογα οφέλη.