Λίγα λόγια για την εκπαίδευση

Με αφορμή την απεργία των εκπαιδευτικών που τελικά ακυρώθηκε και την προληπτική επιστράτευσή τους από την κυβέρνηση μπορούμε να κάνουμε κάποια σχόλια για την κατάσταση της εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Η κυβέρνηση επέλεξε τις αρχές Μαΐου για να περάσει ένα νομοσχέδιο που προέβλεπε την αύξηση των ωρών εργασίας των εκπαιδευτικών κατά δύο ώρες εβδομαδιαίως. Παράλληλα εισήγαγε μεγαλύτερη ευελιξία στις μετακινήσεις εκπαιδευτικών με σκοπό τη μείωση της ανάγκης πρόσληψης εποχιακών εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί αντέδρασαν κυρίως για να προστατεύσουν τους δεκάδες χιλιάδες συναδέλφους τους – αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που θα χάσουν τη δουλειά τους.
Η χρονική περίοδος που κατατέθηκε το νομοσχέδιο δεν είναι τυχαία. Η κυβέρνηση δεν ήθελε απλώς να «περάσει» μια μεταρρύθμιση, ήθελε να «σπάσει» την εκπαιδευτική κοινότητα. Αν ο σκοπός ήταν να περάσει μια μεταρρύθμιση θα ψήφιζε ένα νομοσχέδιο στο τέλος Ιουνίου, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές θα βρίσκονταν σε διακοπές και όσο και να θύμωναν θα τους περνούσε μέχρι την επόμενη σχολική χρονιά. Ακόμα και τον Ιανουάριο να επέλεγε η κυβέρνηση πάλι δε θα δημιουργούτανε πρόβλημα. Οι μαθητές θα πήγαιναν στο φροντιστήριο και θα διάβαζαν στο σπίτι και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Η επιλογή του Μαΐου έγινε εσκεμμένα για να αναγκαστούν οι καθηγητές να κηρύξουν απεργία εν μέσω πανελλαδικών. Η κυβέρνηση άριστα προετοιμασμένη θα εξαπέλυε το μηχανισμό προπαγάνδας της εναντίον τους προβάλλοντας αποκλειστικά την άρνηση των εκπαιδευτικών να εργαστούν δύο επί πλέον ώρες, αποκαλώντας τους στην ουσία τεμπέληδες. Η κοινή γνώμη θα διχαστεί και στο τέλος θα συνταχθεί υπέρ της αποφυγής της ταλαιπωρίας των παιδιών. Η κυβέρνηση θα επιστρατεύσει τους εκπαιδευτικούς, ο πρωθυπουργός θα δείξει πυγμή και το ηγετικό προφίλ του θα τονωθεί. Ρουά ματ.
Οι εκπαιδευτικοί έπαιζαν σε στημένη σκακιέρα και στο τέλος θα έχαναν. Η ήττα αυτή ήταν αναπόφευκτη και σε αυτήν έχουν συμβάλει και οι ίδιοι. Ποιοι όμως είναι οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την ήττα;
Η άθλια εκπροσώπηση. Η ηγεσία της ΟΛΜΕ είναι απαράδεκτη[1]. Σε αυτό συμβάλει τα μέγιστα ο Νόμος 1264/82, ο οποίος είναι σχεδιασμένος με σκοπό την απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται σε ανώτερο επίπεδο, ενώ ακόμα και κατώτερα συνδικαλιστικά στελέχη λαμβάνουν παχιές συνδικαλιστικές άδειες. Αυτές οι διευκολύνσεις οδήγησαν τους συνδικαλιστές στην οκνηρία. Έπαψαν να αποτελούν μέρος του εργατικού κόσμου και έγιναν ευάλωτοι στην κριτική. Ο καθένας μπορεί να κατηγορήσει έναν αρχι συνδικαλιστή για οκνηρία. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτό από τη συνδικαλιστική ηγεσία είναι η οικειοθελής αποποίηση των προνομίων που παρέχει ο Ν. 1264/82. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να εκπροσωπήσουν επάξια τους εργαζομένους.
Η παροχή φτωχού εκπαιδευτικού έργου από μεγάλη μερίδα τους. Κάνεις δεν αμφιβάλει ότι η υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι στην εκπαίδευση. Υπάρχουν όμως και πάρα πολλοί φαύλοι. Η εκπαιδευτική κοινότητα τους ανέχθηκε για πολλά χρόνια χωρίς να τους αποβάλει στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης συναδελφικότητας. Το μέτριο εκπαιδευτικό έργο ήταν αποδεκτό για πολύ καιρό και κάνεις δεν ασκούσε πίεση στον εκπαιδευτικό να βελτιώσει τις επιδόσεις του. Μεγάλη μερίδα μάλιστα του εκπαιδευτικού κόσμου σκόπιμα υπό απέδιδε στο δημόσιο σχολείο με σκοπό να προσελκύσει ιδιαίτερα μαθήματα από τους γονείς.
Ο αποπροσανατολισμός του δημοσίου σχολείου από τον πραγματικό στόχο του. Την παροχή γνώσης και παιδείας. Αντίθετα η εκπαίδευση στην Ελλάδα προσανατολίστηκε στην επιτυχία στις εξετάσεις. Αυτή η εμμονή κατέστησε το σχολείο περιττό. Η επιτυχία στις εξετάσεις και η αγγαρεία της αποστήθισης δεν μπορεί να επιτευχθεί σε μια τάξη των 25. Στην τάξη των 25 μπορούν να ευδοκιμήσουν πολλά πράγματα, όχι όμως η αποστήθιση και η εμμονή στις αδυναμίες κάθε μαθητή. Αυτά δυστυχώς απαιτούν μικρότερο κοινό. Αυτά απαιτούν ιδιαίτερα ή φροντιστήρια. Και όταν δυστυχώς το μόνο ζητούμενο είναι η επιτυχία στις εξετάσεις, το σχολείο καθίσταται περιττό και το φροντιστήριο απαραίτητο.
Το σχολείο λοιπόν έχει απαξιωθεί για τους παραπάνω βασικούς λόγους και για άλλους λιγότερο σημαντικούς. Το κύριο πρόβλημα όμως με το σχολείο στην Ελλάδα και κυρίως με το δημόσιο σχολείο είναι η απουσία απαιτήσεων από αυτό. Αυτό μάλιστα δεν είναι το κυρίως πρόβλημα μόνο του σχολείου, αλλά κατά τη γνώμη μου το κυρίως πρόβλημα της Ελλάδας. Στην Ελλάδα όταν μια δομή ή ένας άνθρωπος υπό αποδίδει, σπάνια βρίσκεται κάποιος ο οποίος εγείρει απαιτήσεις για βελτίωση. Όταν ο γονέας βλέπει το έργο που συντελείται στο σχολείο να μην ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, στρέφεται αυτόματα στον ιδιωτικό τομέα. Είτε αυτό είναι σχολείο, είτε είναι φροντιστήριο.
Σπάνια σχηματίζεται μια κρίσιμη μάζα γονέων η οποία θα απαιτήσει βελτιώσεις. Ακόμα και όταν αυτό συμβαίνει θα είναι για ακραίες περιπτώσεις ανεπάρκειας καθηγητή ή ακαταλληλότητας του σχολείου. Αν η πλειοψηφία των πολιτών απαιτούσε καλύτερο σχολείο αντί για καλύτερους βαθμούς, το σχολείο δε θα είχε απαξιωθεί. Δυστυχώς όμως αυτή η συλλογική απαίτηση δεν εκφράστηκε ποτέ. Οι σύλλογοι γονέων παίζουν στην καλύτερη περίπτωση διακοσμητικό ρόλο. Και όταν το σχολείο αφήνεται στην τύχη του από τους γονείς των ίδιων των μαθητών δεν μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από την πολιτεία να το σώσει.
Και έτσι λοιπόν το σχολείο απαξιώθηκε. Σε αυτό το πλαίσιο όμως. Με το εκπαιδευτικό έργο απαξιωμένο οι καθηγητές δεν θα μπορούσαν να πετύχουν ευρεία συναίνεση στην απεργία τους και στήριξη των αιτημάτων τους. Για αυτό και στο τέλος ηττήθηκαν.
[1] Όταν ο Πρόεδρος της ΟΛΜΕ αντιδικεί με τον Άδωνη και δε μπορεί κάνεις να διακρίνει ποιος είναι χειρότερος από τον άλλο τα λόγια περιττεύουν
Reblogged this on Oxtapus *beta.