Μετάβαση στο περιεχόμενο

11. Το ιδιωτικό χρέος

the loneliness of the long distance runner του Πάνου Μπακοδήμου

Παρουσιάσαμε σε προηγούμενο άρθρο τον τρόπο που οι ιδιωτικές τράπεζες «δημιουργούν» χρήμα από το μηδέν μέσω του δανεισμού. Τί είναι λοιπόν το χρέος αυτό. Είναι απλά αέρας; Η απάντηση είναι όχι. Μπορεί να δημιουργήθηκε από το μηδέν, αντιστοιχεί όμως σε κάτι πολύ πραγματικό· την υπόσχεση από μέρος του δανειζόμενου ότι θα αποπληρώσει το δάνειο αυτό στο μέλλον. Το χρέος είναι λοιπόν ένας τρόπος μεταφοράς μελλοντικής αγοραστικής δύναμης στο παρόν.

Πως όμως μπορεί μια τράπεζα να είναι βέβαιη ότι η μελλοντική αγοραστική δύναμη θα περιέλθει στα χέρια του δανειολήπτη; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να είναι βέβαιη. Μπορεί να κάνει εκτιμήσεις ανάλογα με το προφίλ του υποψηφίου δανειολήπτη, τη φύση της απασχόλησής του, την ηλικία του κλπ. Για παράδειγμα μέχρι πρότινος οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα ήταν ιδανικοί πελάτες των τραπεζών, αφού απολάμβαναν σταθερή απασχόληση και σχετικά σταθερό και προβλέψιμο εισόδημα σε βάθος χρόνου.

Για να αντισταθμίσει την αβεβαιότητα των μελλοντικών εισοδημάτων του δανειολήπτη η τράπεζα συνήθως ζητάει εγγυήσεις. Αυτή η εγγύηση συνήθως προέρχεται από την περιουσία του δανειολήπτη. Αν λοιπόν το δάνειο είναι στεγαστικό, προσημειώνεται το ακίνητο που αγοράζει ο δανειολήπτης, αν το δάνειο χρησιμοποιηθεί για την αγορά αυτοκινήτου, η τράπεζα παρακρατεί την κυριότητα του αυτοκινήτου μέχρι την οριστική αποπληρωμή του δανείου. Σε περίπτωση που ο δανειολήπτης αδυνατεί να αποπληρώσει τις δόσεις του δανείου του η τράπεζα του παίρνει το σπίτι ή του αυτοκίνητο. Σε καταναλωτικά δάνεια, τα οποία συνήθως είναι μικρότερης αξίας η τράπεζα δεν παρακρατάει την κυριότητα περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη, διατηρεί όμως τη δυνατότητα να τα διεκδικήσει στο μέλλον αν ο δανειολήπτης αποδειχτεί αφερέγγυος.

Πρακτικά η τράπεζα δεν έχει σα σκοπό να παίρνει τα περιουσιακά στοιχεία των δανειοληπτών. Η διαχείριση και εκποίηση ακινήτων και κινητών αποτελεί επί πλέον κόστος, το οποίο και δεν θέλει να επωμίζεται. Οι εμπορικές τράπεζες λοιπόν πρέπει να ισορροπούν ανάμεσα στο κέρδος που αποφέρει η χορήγηση δανείων και στον κίνδυνο που αναλαμβάνουν χορηγώντας τα. Στην πραγματικότητα επειδή τα χρήματα που δανείζουν δε τα στερούν από κανέναν, παρά από τα αποθεματικά τους, δηλαδή από τη δυνατότητά τους να χορηγήσουν επί πλέον δάνεια πρέπει απλώς να διαλέξουν τους πιο φερέγγυους υποψηφίους δανειολήπτες και να χορηγήσουν σε αυτούς δανειακά κεφάλαια.

Σε περίπτωση που η τράπεζα χορηγήσει δάνεια σε μεγάλο αριθμό μη φερέγγυων δανειοληπτών, εξαντλώντας τα αποθεματικά της, βρίσκεται εκτεθειμένη. Δεν εισπράττει δόσεις δανείων, δυσκολεύεται να εκποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που περνούν στην κατοχή της, λόγω του μεγάλου αριθμού τους και μια μικρή μείωση των καταθέσεων ρίχνει τα αποθεματικά της κάτω από το υποχρεωτικό όριο. Για να καλύψει τη διαφορά αναγκάζεται να δανειστεί από τη διατραπεζική αγορά. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μπορεί να κάνει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα η τράπεζα εξακολουθεί να εμφανίζει κέρδη, αφού τα περιουσιακά στοιχεία που περνάνε στην κατοχή της έχουν μια σημαντική αξία. Η μείωση των αποθεματικών της όμως κι η έλλειψη ρευστότητας που αυτή συνεπάγεται μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στη λειτουργία της.

Σε μια τέτοια δύσκολη κατάσταση περιέρχονται οι τράπεζες στην Ελλάδα μετά το 2010. Τα εισοδήματα των πολιτών μειώνονται δραστικά και αυτοί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις των δανείων τους και χάνουν τα σπίτια ή τα αυτοκίνητά τους. Οι τιμές στην αγορά πέφτουν και οι τράπεζες ακόμα και αν εκποιήσουν τα κινητά και ακίνητα στοιχεία που έρχονται στην κατοχή τους δεν μπορούν να ισοφαρίσουν την απώλεια των χρημάτων του δανείου που δεν αποπληρώθηκε. Αναγκάζονται λοιπόν να ζητήσουν συνδρομή από τους μετόχους τους για να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Αυτή η βοήθεια παρέχεται μέσω μιας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Σε μια φθίνουσα αγορά όμως τα κεφάλαια που μπορούν να αντληθούν από το χρηματιστήριο συνήθως δεν επαρκούν, οπότε και οι τράπεζες καταφεύγουν στη συνδρομή του κράτους. Το κράτος σε αυτές τις περιπτώσεις «ανακεφαλαιοποιεί» τις τράπεζες, αποκτώντας παράλληλα μετοχές τους ή προσφέρει εγγυήσεις έτσι ώστε να μπορέσουν να δανειστούν με μικρά επιτόκια από τη διατραπεζική αγοράα ή την κεντρική τράπεζα. Τέτοιου τύπου συνδρομή δόθηκε στις τράπεζες μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Σχολιάστε