Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η τραπεζική κρίση του 92’ στη Σουηδία – Μέρος Β’

Twisted nails του Pete Prat

Πέρα από την εγγύηση των καταθέσεων από το κράτος, που είναι κοινός τόπος διεθνώς σε κάθε τραπεζική κρίση πλέον και συνέβη και στην Ελλάδα κατά την κρίση του 2008, στη Σουηδία λήφθηκε μια βασική πολιτική κατεύθυνση. Η βοήθεια θα δινόταν στις τράπεζες για να βοηθηθούν οι πελάτες τους και η οικονομία, όχι οι μέτοχοί τους. Αυτοί θα πλήρωναν την κρίση, είτε συνεισφέροντας στην ανακεφαλαιοποίηση που σίγουρα θα ήταν απαραίτητη, είτε χάνοντας τον έλεγχο των τραπεζών τους, αφού αυτές θα περνούσαν στον έλεγχο του κράτους. Αυτή η κίνηση μαζί με τη συνέργεια των δύο κομμάτων εξουσίας δημιούργησε ευνοϊκό κλίμα στη χώρα. Σε αυτό συνέβαλε και το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο βασίζεται στη διαφάνεια και στις καλές σχέσεις μεταξύ των πολιτών και των εκπροσώπων τους.

Δημιουργήθηκε στη Σουηδία μια ανεξάρτητη αρχή για την υποστήριξη της λειτουργίας των τραπεζών (Bankstödsnämnd), η οποία απολάμβανε μια σχετική αυτονομία από το υπουργείο οικονομικών και την κεντρική τράπεζα. Η κεντρική τράπεζα θα παρείχε την απαραίτητη ρευστότητα που θα χρειαζόταν για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Η αυτονομία της ανεξάρτητης αυτής αρχής ήταν πάρα πολύ σημαντική. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν τέθηκε ένα ανώτατο όριο χρημάτων το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τη διάσωση των τραπεζών, όπως συμβαίνει στις μέρες μας που ανά περιόδους ψηφίζονται πακέτα στήριξης κάποιων δισεκατομυρίων ευρώ ή δολαρίων. Στη Σουηδία η μη ύπαρξη ορίων στο μέγεθος της στήριξη, υπογράμιζε την αποφασιστηκότητα της κυβέρνησης για την υπέρβαση της κρίσης και επέτρεπε στο Bankstödsnämnd να ανταποκρίνεται με μεγάλυ ταχύτητα στις όποιες νέες καταστάσεις ανέκυπταν χωρίς να υπόκειται στις δυσκαμψίες το όποιου πολιτικού συστήματος.

Σε αυτό το σημείο θα κάνουμε μια παρένθεση. Το γεγονός ότι στην Ευρωζώνη υπάρχει κοινό νόμισμα και παράλληλα η κάθε χώρα είναι υπεύθυνη για το δικό της τραπεζικό σύστημα είναι τουλάχιστον σχιζοφρενικό. Χωρίς τη δυνατότητα η κάθε χώρα σε εξαιρετικές περιπτώσεις να αυξήσει, μέσω μιας κεντρικής τράπεζας, την ποσότητα του χρήματος δεν μπορεί να ξεπεραστεί μια κρίση. Ας επιστρέψουμε όμως στους Σουηδούς.

Για την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας το Bankstödsnämnd απαιτούσε από την τράπεζα την πλήρη δημοσιοποίηση των οικονομικών της καταστάσεων. Ο καθένας θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία, πράγμα που βοήθησε στην υποστήριξη των πολιτών υπέρ της εφαρμοζόμενης λύσης, αφού μπορούσαν πλέον να ξέρουν πού πήγαιναν τα χρήματά τους και για ποιό λόγο.

Οι τράπεζες χωρίστηκαν από το Bankstödsnämnd σε τρεις κατηγορίες. α. Τράπεζες που είχαν προβλήματα, αλλά ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας δεν έπεφτε κάτω από το απαιτούμενο όριο. β. Τράπεζες που μπορεί προσωρινά να έπεφταν κάτω από το όριο, αλλά είχαν ελπίδες να ανακάμψουν. γ. Τράπεζες που είχαν πέσει κάτω από το απαιτούμενο και δεν είχαν καμία ελπίδα ανάκαμψης. Οι τρεις αυτές κατηγορίες τραπεζών αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο από το Bankstödsnämnd.

Η πρώτη κατηγορία τραπεζών ενθαρρύνθηκε να προσφύγει στους μετόχους της για «ενέσεις» κεφαλαίου. Το Bankstödsnämnd θα έδινε προσωρινές εγγυήσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Μόνο μία τράπεζα, η Handelsbanken, δε χρειάστηκε έκδοση νέου μετοχικού κεφαλαίου. Η Skandinaviska Enskilda Banken επέλεξε να ενισχύσει την κεφαλαιακή βάση της με προσφυγή στους μετόχους της, χωρίς να χρειαστεί η χρήση κρατικών εγγυήσεων.

Στη δεύτερη κατηγορία, η οποία αντιμετώπιζε βραχυπρόθεσμα προβλήματα, αλλά με ευνοϊκές μελλοντικές προοπτικές, το Bankstödsnämnd ήταν προετοιμασμένο να παρέχει ευρεία στήριξη μέσω συνεισφοράς νέου μετοχικού κεφαλαίου ή παροχής δανείων, επιπρόσθετα από τις εγγυήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που προσφέρθηκαν στην πρώτη κατηγορία τραπεζών. Η Föreningsbanken εντάχθηκε σε αυτή την κατηγορία, λαμβάνοντας εγγυήσεις συνεισφοράς στο μετοχικό κεφάλαιο από το κράτος, αν ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας έπεφτε κάτω από το 9%. Η εγγύηση αυτή αποδείχθηκε αχρείαστη.

Η Τρίτη κατηγορία περιελάμβανε τράπεζες που δεν είχαν ελπίδες να καταστούν κερδοφόρες. Η καθαρή θέση τους σταδιακά θα συρρικνωνόταν και θα γινόταν αρνητική. Το κράτος θα χρειαζόταν να παρέμβει ενεργά για να ρευστοποιήσει τα στοιχεία του ενεργητικού τους και σταδιακά να τις κλείσει. Παρ’ όλα αυτά δε χρησιμοποιήθηκε αυτή η προσέγγιση. Το Bankstödsnämnd επέλεξε τα πουλήσει τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους, αποτελούμενα κυρίως από δάνεια των οποίων η αξία του ενεχύρου είχε πέσει κάτω από την ονομαστική αξία του δανειζόμενου κεφαλαίου, και να λειτουργήσει την τράπεζα απαλλαγμένη από τα βάρη που της δημιουργούσε η απαξίωση των στοιχείων αυτών του ενεργητικού. Δύο τράπεζες εντάχθηκαν στην τρίτη κατηγορία. Η Nordbanken και η Gotabanken.

Στήθηκαν δύο εταιρείες διαχείρισης τραπεζικών ακινήτων, οι οποίες κεφαλαιοποιήθηκαν από το κρατος. Η Securum για τη Nordbanken και η Retriva για τη Gotabanken. Σε αυτές τις εταιρείες μεταβιβάστηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των δύο τραπεζών. Σε αυτές τις εταιρείες δόθηκε μεγάλη ευχέρεια κινήσεων. Το αρχικό κεφάλαιο που τους δόθηκε ήταν επαρκές για να λειτουργήσουν σε ορίζοντα δεκαπενταετίας χωρίς να ρευστοποιήσουν τα δάνεια που είχαν χορηγήσει. Επιπρόσθετα είχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν χωρίς να υπόκεινται στον κανονισμό που υποχρέωνε τις σουηδικές τράπεζες να προχωράνε σε πλειστηριασμούς ακινήτων δανείων που δεν εξυπηρετούνται για μια τριετία. Με αυτό τον τρόπο αποφεύχθηκε ο κατακλυσμός της αγοράς με ακίνητα εν μέσω κρίσης όταν η τιμή τους ήταν πολύ χαμηλή, αποφεύγοντας έτσι μια περαιτέρω μείωση των τιμών.

Οι δύο εταιρείες διαχείρισης ακινήτων άρχισαν να ρίχνουν τα ακίνητα στην αγορά σιγά σιγά συμβάλλοντας έτσι στην άνοδο των τιμών. Το σουηδικό δημόσιο μπόρεσε έτσι μακροπρόθεσμα να αποσβέσει μεγάλο μέρος των χρημάτων που επένδυσε για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος από τα κέρδη των εταιρειών αυτών και από την πώληση των μετοχών της Nordbanken και της Gotabanken, τις οποίες  συγχώνευσε στην Nordbanken και πούλησε σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.

Παράλληλα με τη στήριξη των τραπεζών εφαρμόστηκε πολύ πετυχημένη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.

Οι Σουηδοί προσπαθούσαν μέχρι το 1992 να διατηρήσουν την αξία της κορόνας σταθερή σε αντιστοίχιση με ένα καλάθι ξένων νομισμάτων. Η σταθερή ισοτιμία ευνοούσε το εξωτερικό εμπόριο της χώρας. Παράλληλα το κράτος είχε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς για χρόνια κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν την κρίση. Κατά την περίοδο 87-90 ο προϋπολογισμός είχε πλεόνασμα ίσο με το 4% του ΑΕΠ.

Στις 19 Νοεμβρίου του 92’ όμως η πολιτική της σταθερής κορόνας εγκαταλείφθηκε. Αυτό αρχικά είχε θεωρηθεί ως αποτυχία μια και η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας είχε θεωρηθεί αποτυχία, μιας και ήρθε σαν αποτέλεσμα κερδοσκοπικής επίθεσης. Προοδευτικά όμως η κατά 30% υποτιμημένη κόρωνα έδωσε μεγάλη ώθηση στις σουηδικές εξαγωγές. Παράλληλα η εγκατάλειψη του στόχου της σταθερής ισοτιμίας έδωσε τη δυνατότητα στη νομισματική πολιτική να επικεντρωθεί στη στήριξη της οικονομίας. Τέθηκε στόχος σταθερού πληθωρισμού και τα επιτόκια διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα από την κεντρική τράπεζα. Αυτό ανακούφισε λίγη από την πίεση που ασκούνταν στις τράπεζες καθώς η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει.

Το κράτος ακολούθησε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αναθέρμανση της οικονομίας. Ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε ελλείμματα, την περίοδο 1991-97 τα οποία έφτασαν μέχρι και το 12% του ΑΕΠ το 1993. Η αναθέρμανση της οικονομίας βοήθησε τα μέγιστα στην ανάκαμψη των τραπεζών. Η απασχόληση αυξήθηκε και τα δάνεια άρχισαν να ξανά αποπληρώνονται.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο χειρισμός της κρίσης από την πλευρά του σουηδικού κράτους υπήρξε σχεδόν υποδειγματική. Στηρίχθηκε ο τραπεζικός τομέας και αποφεύχθηκε η κρατικοποίησή του. Η στήριξη δόθηκε σε ένα καθεστώς διαφάνειας, αποφεύγοντας τον ηθικό κίνδυνο να «χαριστούν λεφτά» στους τραπεζίτες. Οι τράπεζες συνέχισαν να λειτουργούν κανονικά. Ακόμα και οι τράπεζες που κρατικοποιήθηκαν συγχωνεύτηκαν και ξαναπουλήθηκαν από το κράτος. Η νέα τράπεζα που προέκυψε μετεξελίχθηκε στη Nordea, τη μοναδική τράπεζα σήμερα με παρουσία σε Σουηδία, Νορβηγία, Δανία και Φινλανδία. Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος της στήριξης σε προοπτική δεκαπενταετίας ανήλθε γύρω στο 0 με το σουηδικό κράτος να ανακτά το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων του. Τέλος η κρίση αντιμετωπίστηκε στο εσωτερικό της χώρας χωρίς την εμπλοκή διεθνών οργανισμών όπως το ΔΝΤ.

Δυστυχώς το ελληνικό δημόσιο δεν έχει στη διάθεσή του τα εργαλεία που είχε το σουηδικό κράτος για την καταπολέμηση της κρίσης. Δεν υπάρχει ανεξάρτητη κεντρική πρόταση και δεν υπάρχει η δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Περαιτέρω ο κρατικός προϋπολογισμός ήταν για χρόνια ελλειμματικός κατά τη διάρκεια της προ της κρίσης Περιόδου συσσωρεύοντας ελλείμματα. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσης δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει την οικονομία.

Μια ακόμη διαφορά με το σήμερα είναι ότι η κρίση που βιώνουμε είναι παγκόσμια. Στην περίπτωση της Σουηδίας η κρίση ήταν εστιασμένη σε μια χώρα. Η παγκόσμια οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται. Η εξαγωγική σουηδική οικονομία μπορούσε να βρει πελάτες για τα προϊόντα της στο εξωτερικό και να ανακάμψει. Σήμερα αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση για καμία από τις πληττώμενες χώρες.

Σχολιάστε