Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η τραπεζική κρίση του 92’ στη Σουηδία – Μέρος Α’

Shelter From The Storm του Pete Prat

Στις αρχές της δεκαετίας του 90’ μια φούσκα στις τιμές των ακινήτων στη Σουηδία έσκασε, με παρόμοιο τρόπο με αυτό που βίωσαν οι ΗΠΑ το 2008. Το αποτέλεσμα ήταν να κλυδωνιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας, το οποίο έσπευσε να διασώσει η κυβέρνηση. Θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τα αίτια δημιουργίας της φούσκας, τις επιπτώσεις του σπάσιμού της και τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της.

Η Σουηδία είναι μια χώρα με ανοικτή οικονομία με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό, αλλά με ισχυρή παρουσία του κράτους στην οικονομική ζωή. Αυτός ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους ήταν πολύ ισχυρός και στον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80’. Οι Σουηδικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να τοποθετούν το 50% των αποθεματικών τους σε κρατικά ομόλογα και ομόλογα οργανισμών στεγαστικής πίστης. Αυτές οι υποχρεώσεις μαζί με τα ανώτατα όρια δανεισμού στα οποία ήταν υποχρεωμένες να πειθαρχήσουν οι τράπεζες είχε σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή των τραπεζών σε αποθετήρια μη εύκολα ρευστοποιήσιμων αξιόγραφων και τον περιορισμό της κυρίως δραστηριότητας στην οποία θα έπρεπε να αποδίδονται. Την αξιολόγηση αιτήσεων και την παροχή δανείων. Ταυτόχρονα η κεντρική τράπεζα (Riksbank) επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις των εμπορικών τραπεζών. Ο Πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας είχε εβδομαδιαίες συναντήσεις με εκπροσώπους των εμπορικών τραπεζών, επικοινωνώντας τους ποιες ήταν οι ορθές πρακτικές που έπρεπε να ακολουθήσουν.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον που οι τράπεζες δρούσαν υπό αυστηρή καθοδήγηση και πολύ ασφυκτικούς κανόνες, οι ίδιες δεν είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μηχανισμούς διαχείρισης επενδυτικών κινδύνων. Επιπρόσθετα πολλά από τα δάνεια δινόταν στο πλαίσιο κρατικών προγραμμάτων για τη χρηματοδότηση σπουδών, ή απόκτησης στέγης, χωρίς να γίνεται στην πράξη αξιολόγηση της δυνατότητας του δανειολήπτη να αποπληρώσει το δάνειό του. Η διαχείριση κινδύνου λοιπόν ήταν κάτι πρακτικά άγνωστο για τις σουηδικές τράπεζες και η έλευση της απορρύθμισης του τραπεζικού συστήματος τις έπιασε απροετοίμαστες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 80’ ξεκίνησε δειλά δειλά η απορύθμιση. Το πρώτο βήμα έγινε το 1983 όταν καταργήθηκε το υποχρεωτικό ποσοστό διαθεσίμων που ήταν υποχρεωμένες να κρατάνε οι κεντρικές τράπεζες. Την άνοιξη του 1985 άρθηκαν οι περιορισμοί στα επιτόκια και το Νοέμβριο του ίδιου έτους άρθηκαν και οι περιορισμοί στα χορηγούμενα δάνεια. Παράλληλα το φορολογικό σύστημα της χώρας ευνοούσε τη λήψη δανείων για την απόκτηση παγίων περιουσιακών στοιχείων από επιχειρήσεις, με το επιτόκιο να εκπίπτει πλήρως από τη φορολογία. Η επίδραση των παραπάνω ήταν καταλυτική για την αύξηση των δανείων στην οικονομία. Ενώ μέχρι το 1985 ο ρυθμός αύξησης δανείων κυμαινόταν γύρω στο 14-15%, το 86’ εκτινάχθηκε στο 20%. Μέσα σε 5 χρόνια τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην οικονομία αυξήθηκαν κατά 136%. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της αύξησης ήταν προς επιχειρήσεις.

Η αύξηση του χρήματος στην οικονομία οδήγησε στην αύξηση των τιμών των ακινήτων, ιδιαίτερα των εμπορικών. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 90’ τα πράγματα άλλαξαν. Τα επιτόκια ανέβηκαν και μια φορολογική μεταρρύθμιση μετέβαλε τη φορολογική αντιμετώπιση των δαπανών για επιτόκια. Ξαφνικά ο δανεισμός για την απόκτηση παγίων και ιδιαίτερα ακινήτων έπαψε να είναι τόσο δελεαστική επιλογή. Η ζήτηση για νέα ακίνητα έπεσε και η τιμή των ακινήτων που ήταν υποθηκευμένα έπεσε κάτω από το υπολειπόμενο ποσό των δανείων προς αποπληρωμή. Οι ισολογισμοί των τραπεζών, όπως είναι φυσιολογικό επιβαρύνθηκαν πολύ. Ξαφνικά όλοι ήθελαν να ξεφορτωθούν τα ακίνητά τους και τα ενυπόθηκα δάνεια που τα συνόδευαν.

Το τραπεζικό σύστημα της χώρας ήρθε στα όρια της κατάρρευσης. Οι απώλειες των τραπεζών ανερχόταν σε πολλά δισεκατομμύρια κορώνες. Σε αυτό το σημείο επενέβη το σουηδικό κράτος. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας με κοινό ανακοινωθέν τους στις 24 Σεπτεμβρίου του 1992 ανακοίνωσαν ότι εγκυόνται όλες τις υποχρεώσεις των τραπεζών προς τρίτους. Με αυτό τον τρόπο καθησύχασαν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της χώρας αποφεύγοντας έναν τραπεζικό πανικό, όπως επίσης και ξένες τράπεζες με τις οποίες συνεργαζόταν οι Σουηδικές τράπεζες. Η απόφαση της στήριξης λήφθηκε με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των συντηρητικών που βρισκόταν στην εξουσία εκείνη την εποχή και των σοσιαλδημοκρατικών που βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Η απουσία πολιτικής αντιπαράθεσης βοήθησε τα μέγιστα στην αποδοχή του σχεδίου διάσωσης που εκπονήθηκε για τη σωτηρία των τραπεζών.

Το σουηδικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σημαντική επιλογή. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν συνήθως δύο επιλογές.

α. Οι τράπεζες δε μειώνουν τις τιμές των στοιχείων του ενεργητικού τους και δεν παραδέχονται ότι κάποια από τα δάνεια που έχουν χορηγήσει δεν πρόκειται να αποπληρωθούν. Συνεχίζουν αυτή την τακτική για όσο είναι νόμιμα δυνατόν και ελπίζουν τα κέρδη που θα αποκομίσουν στο μεταξύ θα καλύψουν τις απώλειες. Αυτή η λύση είναι βιώσιμη με την προϋπόθεση ότι τα πράγματα θα διορθωθούν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Διαφορετικά η καθυστέρηση ανακοίνωσης των κακών αποτελεσμάτων μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον.

β. Αποκαλύπτουν το ποσό έκθεσής τους και το ποσό της βοήθειας που θα χρειαστούνε εξ’ αρχής, όσο μεγάλο και αν είναι. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση εμπιστοσύνης με τα εμπλεκόμενα μέρη και βοηθάει στο σωστό σχεδιασμό του απαραίτητου πακέτου βοήθειας και την κατάρτιση ενός πλάνου για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Η πρώτη επιλογή εφαρμόστηκε εκείνη την εποχή στην Ιαπωνία, η οποία βίωνε μια τραπεζική κρίση εκείνη την εποχή. Το αποτέλεσμα ήταν οι τράπεζες να μην μπορέσουν ποτέ να εξυγιανθούν πραγματικά, να διακοπεί η ροή της πίστωσης στην οικονομία και η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου να βιώσει αυτό που σήμερα ονομάζεται η χαμένη δεκαετία της Ιαπωνίας.

Ποια ακριβώς βήματα πήρε η σουηδική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης;

(… συνεχίζεται)

No comments yet

Σχολιάστε